Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2025

ΤΟΤΕ, ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ (12)



ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ

ΣΠΑΣΜΕΝΟΣ ΚΑΒΟΣ







Οι μισθοί των απόντων 



Στον Περσικό τον κόλπο
ο άμοιρος γυρίζω πάλι,
ίδια η ζέστη αφόρητη,
σουρνόμαστε, ένα χάλι.

Το σύμπαν γύρω καίγεται,
η λαμαρίνα πυρωμένη,
γκαζόβρομα στις μύτες μας,
τοξικο-δηλητηριασμένη.

Στη βάρδια τα 'χα φτύσει.
μες το λιοπύρι πά στη βράση,
στις δώδεκα είχα αρχίσει,
τα πάντα ήδη είχαν ανάψει,
ξάπλα δε ήταν εμπρός μου
με τις αισθήσεις να 'χει χάσει
ο σκάπουλος της βάρδιας
ο Ίων Ζούρας, ο βοηθός μου.

Καθόλου ασυνήθιστο
κάποιος ενίοτε να πέφτει,
πενήντα φίλε μου βαθμοί
Κελσίου και πώς ν' αντέχει
να κάνει και δουλειά τριών ! ?

Ήταν στο πλοίο "Ελικών"
κι αλήθεια, ήμασταν λίγοι
γιατί δυό τρεις μισθούς
καθένας μας τους ''πνίγει'',
δηλαδή δυό τρεις μισθούς
καθένας μας τσεπώνει,
άλλως, την κάθε πρώτη,
τ' αντερά του ενθυλακώνει.

Εμφανής η ελλιπής
του πλοίου η σύνθεση
έβγαζε μάτι δηλαδή
εκείνη η αντίθεση 
απ' ότι λέει καθαρά,
του ναυτικού δικαίου ο νόμος.

Πλήρωμα κάπου μισό,
ναι.... όντως παρανόμως,
έμοιαζε έτσι η δουλειά 
σαν σε μεσαιωνική γαλέρα.

Στο θέμα των απόντων
θυμάμαι καυγά μιά μέρα...
Δεν θα δουλεύουμε
(ωρύετο ο καπτα Μήτσος)
σαν είλωτες ρε δω μέσα
ούτε στο βρόντο, μα ίσως
με τις φωνές να εξασφαλίσει
όλο του εφοπλιστή το μίσος,
παρ' όλα αυτά και άλλα,
αποφασίζει να τον βρίσει :
σίγουρος πως θα τον απολύσει...
Είσαι γνωστός'' του είχε πει
σαν μέγιστος ''μ@@κας
και λωποδύτης, και ληστής,
και το ρεντίκολο της πιάτσας'' !!

Κ
ινάμε πάλι απ' το Καράκας,
με πλήρωμα προκλητικά ελλιπές
τραβάμε για το Πορτοχέρο
στου Ρίο Ορινόκο τις εκβολές.

Λόγω της ελλιπούς μας σύνθεσης
στο τσάκα θάχαμε νεκρό τον πρώτο,
ενώ φορτώναμε βρομόλαδο
όπως σε κάθε άλλο πόρτο.

Βγάζουνε στη κουβέρτα
πλήρωμα... όχι αστεία,
κάπου γύρω στους δέκα
στη φόρτωση, στα ξένα πλοία,
κι εμείς μονάχα δυό νομάτοι,
πού να πρωτοβρούμε άκρη,
πού κάποιος να πρωτοκοιτάξει,
τον έλεγχο μπορεί να χάσει,

Αν πλώρα εσύ μετράς,
ίσως...υπερχειλίσει η μέση
και θα συντριβανιάσει
λαχείο θα σου πέσει,
μαύρο, λερό και βρωμερό,
το ακατέργαστο πετρέλαιο
θα φτάνει ως τον ουρανό,
θα βρίζουν σένα κατά κόρον,
"Διά ρύπανσιν είς τόν χώρον",

Πρόστιμα, άγχος, φυλακίσεις,
ποινές και για σύνθεση ελλιπή
σαν καπετάνιος θα γνωρίσεις...
τη σύνθεση μαϊμού στο πλοίο.

Όμως την πρώτη του μηνός,
σαν κάνεις το ταμείο,
βλέπεις σαν θησαυρός
να μοιάζει ο τεράστιος
του κίνδυνου ο μισθός,
με την διπλή την αμοιβή,
και κατά περίπτωση
μπορεί ακόμα και τριπλή....

Τώρα αν έχεις κότσια
και για τα κοντραμπάντα,
εδώ δεν σου λέω τίποτα,
η φτώχια, κάνει στη μπάντα!

Τον Πάνο τον παλιό μου φίλο,
που δούλευε ναύτης αλλού
πάνω από χρόνο αυτός με ζήλο
στο Λίμπερτυ ''ΣΟΛΑΡΙΣ'',
συνάντησα στη ραφιναρία...

Δούλευε μούπε σαν χαμάλης,
κι έπαιρνε λεφτά της πλάκας
σαν είδε που πήρα τη μισθοδοσία.
αισθάνομαι μούπε μ@@@@ς.

Την είδε γιατί ήταν σε μαύρα,
και βγαίναμε έξω στη καντίνα
που άνθρωπος της εταιρίας
ερχόταν από την Αθήνα,
ποτέ δεν κάναν πληρωμές
μέσα στο ίδιο το καράβι
θάχανε κακοξεμπερδέματα,
δεν έπρεπε ουδείς να καταλάβει..

Έτσι ο Πάνος ο έρμος
σαν είδε τη σακούλα,
που του την άνοιξα,
πολύ κρυφά, στη ζούλα,
είπε "σαν νάκανες ληστεία,
και κουβαλάς εσύ τη λεία,
καθώς δολάρια ήταν γεμάτη...

Του γύρισε θάλεγα το μάτι,
και κατα-ζήλεψε ο φουκαράς
που είδε κι έτρεχε ο παράς.

Μην τα κοιτάς του είπα αυτά,
είμαι ως το λαιμό στη λαμογιά,
στα κοντραμπάντα, στα σκ@@ά,
δεν θάθελες να είσαι....
ρε Πάνο σαν και μένα...

Δεν πίστεψε ούτε ένα
από αυτά που είπα,
κι έφυγε για την 'τρύπα'...
του Λίμπερτυ* τη καμπίνα.                 *πλοία από το Β' Παγκόσμιο πόλεμο

Τα μάτια του θυμάμαι εκείνα,
στου πυρετού την απληστία,
να με κοιτάν με δυσπιστία.
άστα αυτά, να λέει, μαφία..."
πριν φύγει χολιασμένος.

Ένιωθα σκοτισμένος
και αποκαμωμένος..
σαν βγήκα λίγο 'πα στο ντόκο.*           *προβλήτα
από τη κούραση... με κόπο
και μόνα τους τα βήματα
με πήγανε σε κτίσματα,
αποθηκο-παραπήγματα,
και χάζευα εξεταστικά
μια πόρτα, σ' ένα απ' αυτά.

Επάνω στην προβλήτα σπίτι ?
που βρέθηκε είπα ? βρε τί τύχη !!

Μια ζωγραφιά το σπίτι αυτό
μου φάνηκε, και στον καιρό
πούμουν μικρός με πήγε πίσω...

Όρκο 'κει πήρα σαν γυρίσω,
να πάω να τ' αναζητήσω,
στη γειτονιά μου την παλιά...
που στα μαρμάρινα σκαλιά
καθόμουνα με τη "μαμά"
και για να φάω το φαΐ μου,
ώρες καθότανε μαζί μου.....

Τον όρκο μου τον κράτησα
όταν Ελλάδα και πάλι πάτησα.
ήταν το δυό χιλιάδες έξη,
μόλις δυό μήνες πριν να πέσει
από μπουλντόζες το καημένο,
να γίνει αυτό κλουβί μοντέρνο,
μες στον αιώνα τον "ινφέρνο"
τον εικοστό αλίμονο τον πρώτο..

Κατεδαφίστηκε με κρότο,
λες και αποχαιρέτα
λες με λυπημένη ηχώ,
τον κόσμο μας όλο τον παλιό...





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

ΤΟΤΕ, ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ (12)

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ ΣΠΑΣΜΕΝΟΣ ΚΑΒΟΣ Οι μισθοί των απόντων  Σ τον Περσικό τον κόλπο ο άμοιρος γυρίζω πάλι, ίδια η ζέστη αφόρητη, σουρ...